- μεσόχορος
- μεσό-χορος, ον,A standing in midchorus, of the coryphaeus, Delph.3(1) No.219.II leader of a claque, Plin.Ep.2.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεσόχορος — μεσόχορος, ον (ΑM) (για τον κορυφαίο χορού) αυτός που βρίσκεται στο μέσον χορού και τόν οδηγεί 2. αυτός που είναι επικεφαλής κλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. <μεσ(ο) * + χορός (πρβλ. αλεξί χορος, καλλί χορος)] … Dictionary of Greek
μεσόχοροι — μεσόχορος standing in midchorus masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοχορώ — μεσοχορῶ, έω (Α) [μεσόχορος] είμαι μεσόχορος … Dictionary of Greek
МЕСОХОР — • Mesochŏrus, μεσόχορος, у позднейших писателей встречается часто вместо κορυφαι̃ος; так назывался стоящий посреди хора запевала, указывавший остальным певцам такт или мелодию. В Риме mesochori назывались наемные хлопальщики в театре… … Реальный словарь классических древностей
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek